σχοίνων

σχοίνων
σχοί̱νων , σχοῖνος
rush
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σχοίνων — Σχοῖνος rush fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσχοινος — δίσχοινος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος δύο σχοίνων (δηλ. 60 σταδίων) …   Dictionary of Greek

  • πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… …   Dictionary of Greek

  • συμβολεύς — έως, ὁ, ΜΑ αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.) αρχ. 1. η κερκίδα, το εργαλείο με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες 2. φρ. α) «φίλων συμβολεύς» αυτός που προκαλεί διαμάχη ανάμεσα σε φίλους (Φρύν.) β) «γλώττης …   Dictionary of Greek

  • σχοινίς — (I) ίδος, ἡ, Α 1. το σχοινί 2. τοιχογραφία με παράσταση σχοίνων 3. αργυρό ποτήρι με σχήμα καλαθιού από σχοίνους 4. σχοινῄς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. σχιν ίς)]. (II) ίδος, ἡ, Α (ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) βλ. σχοίνινος …   Dictionary of Greek

  • σχοινιά — ἡ, Α [σχοῑνος] 1. συστάδα σχοίνων, βούρλων, βουρλιά 2. περίβολος πόλεως ή τμήματος πόλεως, περιτειχισμός («τὰ ἐρείπια τῆς σχοινιᾱς», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • τετράσχοινος — ον, Α αυτός που έχει μήκος τεσσάρων σχοίνων, δηλαδή 240 σταδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σχοῖνος (πρβλ. πεντά σχοινος)] …   Dictionary of Greek

  • τρίσχοινος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών σχοίνων, δηλαδή τριών μέτρων γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σχοῖνος (πρβλ. πεντά σχοινος)] …   Dictionary of Greek

  • τριακοντάσχοινος — ον, Α 1. αυτός που έχει μήκος τριάντα σχοίνων 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Τριακοντάσχοινος τόπος κοντά στον Νείλο, το βορειότατο μέρος τής Αιθιοπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + σχοῖνος (πρβλ. πεντά σχοινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”